- σίλβη
- ἡ, Α(κατά τον Ησύχ.) «πλακοῡς ἐκ κριθῆς, σησάμου καὶ σπόρου μήκωνος».[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. που, κατά μία άποψη, αντιστοιχεί στο χεττιτ. šiluha- «είδος γλυκίσματος»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σίλβη — cake made of barley fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλβῃ — σίλβη cake made of barley fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλβαι — σίλβη cake made of barley fem nom/voc pl σίλβᾱͅ , σίλβη cake made of barley fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλβης — σίλβη cake made of barley fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίλβας — σίλβᾱς , σίλβη cake made of barley fem acc pl σίλβᾱς , σίλβη cake made of barley fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αινεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Απόλλωνα από τη Σίλβη, κόρη του Πηνειού. Λέγεται και Αινηεύς ή Αινέας. Μετανάστευσε από τη Θεσσαλία στον Ελλήσποντο και νυμφεύθηκε την Αινήτη, κόρη του βασιλιά της Θράκης Ευσώρου. Από τον γάμο αυτό γεννήθηκε ο Κύζικος … Dictionary of Greek
σίλβαν — σίλβᾱν , σίλβη cake made of barley fem acc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)